χιλιόλιτρο(ν)

χιλιόλιτρο(ν)
το килолитр, тысяча литров

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "χιλιόλιτρο(ν)" в других словарях:

  • χιλιόλιτρο — το, Ν μετρολ. μονάδα μέτρησης όγκου, ίση προς χίλια λίτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + λίτρο. Η λ., στον λόγιο τ. χιλιόλιτρον, μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκ. Δ. Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek

  • χιλι(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό χίλιοι και δηλώνει ότι κάτι αποτελείται, περιλαμβάνει, περιέχει χίλιες φορές αυτό που δηλώνει το β συνθετικό (πρβλ. χιλιο δύναμις, χιλιό πους) ή ότι κάτι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»